Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Li Lykke Timotej Zachrisson

Lykke Li - Wounded Rhymes

8/10

Η Lykke Li δε με ενθουσίασε ιδιαίτερα με το προ τριετίας ντεμπούτο της. Το βρήκα έναν απλώς καλό δίσκο ονειρικής pop, που μετά από κάποιες ακροάσεις χάνει το ενδιαφέρον του. Υπήρχαν βέβαια κομμάτια τα οποία μπορώ να ακούω συχνά μέχρι και σήμερα, αλλά στο σύνολο κάπου χώλαινε. Ένιωθα ότι το αποτέλεσμα ήταν λίγο επιφανειακό. Λίγο επιτηδευμένο. Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο 2011 και στο δεύτερο άλμπουμ της Σουηδέζας, με τίτλο "Wounded Rhymes". Τα singles 'Get Some' και 'I Follow Rivers' μου είχαν δημιουργήσει κάποιες προσδοκίες, οι οποίες τελικά επιβεβαιώνονται. Η Lykke Li πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Los Angeles για να ηχογραφήσει το δίσκο, δηλώνοντας σε μια συνέντευξή της πως είναι μια μυστηριώδης πόλη που συνδυάζει το φωτεινό, αγγελικό, με το διαβολικό. Αυτή η αναφορά της είναι σημαντική για την κατανόηση του δίσκου, καθότι τα δύο αυτά στοιχεία συνυπάχουν αρμονικά στο άλμπουμ. Δεν υπάρχει φιλτράρισμα στο συναίσθημα που θέλει να μεταδώσει η Lykke Li στη μουσική της. Τα χρόνια που μεσολάβησαν από το "Youth Novels" είναι ένας σημαντικός παράγοντας προς αυτήν την κατεύθυνση. Το κορίτσι από τη Στοκχόλμη είναι πλέον μια γυναίκα 24 χρονών, και σίγουρα ξέρει να κατανοεί και να διαχειρίζεται καλύτερα τα συναισθήματά και τον εαυτό της. Φαίνεται ξεκάθαρα άλλωστε και από τους στίχους του "Wounded Rhymes", ειδικά σε κομμάτια όπως τα 'I Know Places' και 'Silent My Song' στα οποία καταθέτει την ψυχή της. Η Li, πλέον, προσιδιάζει στο μυαλό μου στα πρότυπα των αιθέριων κοριτσιών των 60's, τουλάχιστον όπως τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Τις θαύμαζες, τις έβλεπες ως κάτι το τόσο όμορφο που καταντά ως και εξωγηίνο, και πράγματι ήταν απόμακρες, αλλά παρ'όλα αυτά δε δίσταζαν να τσαλακωθούν συναισθηματικά, να ζήσουν έντονα και αληθινά κάθε στιγμή της ζωής τους. Το "Wounded Rhymes" ως εκ τούτου, δεν είναι ο δίσκος που θα χρειαστεί να τον ακούσεις δεκάδες φορές για να καταλήξεις σε συμπέρασμα για την ποιότητά του. Εναποτίθεται στο συναίσθημα που θα σου αφήσει στην πρώτη ακρόαση και μόνο. 'Η θα νιώσεις πως η Lykke Li είναι μια τραγουδοποιός από αυτές που ταυτίζεσαι απόλυτα μαζί τους, χωρίς να πιέζεις τον εαυτό σου να βρει με το ζόρι κάποια στοιχεία κάπου και να τα μεταφράσει με το δικό του τρόπο για να ταυτιστεί μαζί της, ή απλά θα σου φανεί αδιάφορη. Εγώ λοιπόν ανήκω στην πρώτη κατηγορία, και κάτι μου λέει ότι η σχέση μου με την Li Lykke Timotej Zachrisson (όπως είναι το πλήρες όνομά της) θα έχει μέλλον...



I Know Places by LykkeLi

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Μέθη και παραζάλη

Disappears - Guider

7,5/10

Οι Disappears από το Chicago έστρεψαν πέρυσι πάνω τους τα βλέμματα των απανταχού οπαδών του ήχου που βρίσκεται κάπου μεταξύ του shoegaze και του post punk. Το "Lux" μπορεί να μην ήταν ο critical acclaim δίσκος, που θα εμφανιστεί σε λίστες με τα καλύτερα στο τέλος της χρονιάς, αλλά αυτοί που έπρεπε να το ακούσουν, το εκτίμησαν δεόντως. Λίγους μήνες μετά από το ντεμπούτο τους, έρχεται ο διάδοχός του με τον τίτλο "Guider" με αρκετά πιο ψυχεδελικές και υπνωτιστικές διαθέσεις. Σίγουρα το πνεύμα των Velvet Underground είναι διάχυτο στο άλμπουμ. Και νομίζω ότι αυτός ο δίσκος δε μπορεί να περιγραφεί με απλή μουσική ανάλυση του περιεχομένου του. Φαντάσου λοιπόν ότι βρίσκεσαι σε μια φάση της ζωής σου που βαριέσαι να κάνεις ο,τιδήποτε. Σε μια παρατεταμένη περίοδο ραθυμίας. Σε ένα τέλμα. Οι αϋπνίες σε καταβάλλουν. Δεν έχεις κάτι να περιμένεις, κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα, αλλά παρ'όλα αυτά έχεις συνηθίσει αυτήν την κατάσταση. Γιατί τελικά ίσως να σου αρέσει και λίγο. Εξιδανικεύεις το παρελθόν και αποποιείσαι τις ευθύνες σου. Ξαφνικά, εκεί που δεν περιμένεις τίποτα, κάτι καλό πάει να σου συμβεί. Νιώθεις ότι τελικά η ζωή σου αρχίζει να αποκτά νόημα, μόνο για να συνειδητοποιήσεις λίγο αργότερα ότι τελικά επρόκειτο για ένα ψέμα, καθώς όλα ήταν μέσα στο μυαλό σου. Καταλαβαίνεις τότε ότι δεν πρεπει να εμπιστεύεσαι κανέναν. Ούτε καν τον εαυτό σου. Και έτσι, αποφασίζεις να σπάσεις επιτέλους τις αλυσίδες, και να φύγεις μακριά από όλους και από όλα που σε κρατάνε στάσιμο, ακόμα και από τον ίδιο το μίζερο εαυτό σου. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πάρεις ένα αυτοκίνητο και να ζήσεις τη ζωή σου σε ένα road trip στο άγνωστο. 'Η τέλος πάντων να ζήσεις την περιπέτεια. Αναλόγως πως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Ίσως να είναι λίγο τραβηγμένη εικόνα, αλλά νομίζω πως μόνο έτσι μπορεί να περιγραφεί το "Guider", και ειδικά η ψυχεδελική δίνη του 15λεπτου 'Revisiting'. Μάλλον ποτέ οι Disappears δε θα γίνουν όνομα στο χώρο, αλλά δε νομίζω ότι τους απασχολεί και ιδιαίτερα. Αυτούς που ήθελαν να κερδίσουν, τους έχουν κερδίσει και με το παραπάνω. Το "Guiders" είναι ένας τρομερά εθιστικός δίσκος, και σίγουρα θα καταλάβεις περισσότερα από αυτά που λέω παραπάνω απλά βιώνοντας τη μέθη και την παραζάλη του 'Superstition'.

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Είμεθα ραδιοκέφαλοι

Radiohead - The King of Limbs

9,5/10

Λοιπόν, ας θέσουμε τα πράγματα εξ αρχής όπως είναι. Οι Radiohead είναι ένα συγκρότημα που ποτέ δεν επαναπαύτηκε σε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό είδος ή στις δάφνες της επιτυχίας του. Πάντα είχε τις κεραίες του ανοιχτές σε ό,τι νέο συμβαίνει στον κόσμο της μουσικής. Όχι λόγω κάποιας υστερόβουλης επιθυμίας να γίνουν εμπορικοί. Εμπορικοί είναι έτσι κι αλλιώς, και με τους κανόνες που θέτουν οι ίδιοι. Κάθε κυκλοφορία δίσκου τους αποτελεί γεγονός άλλωστε. Απλά, ο Yorke επιθυμεί να είναι επίκαιρο αυτό που έχει να πει. Θα χρησιμοποιήσει επιρροές από παλαιότερες δεκαετίες, αλλά όλα αυτά έντεχνα καλυμμένα υπό το πρίσμα των σύγχρονων μουσικών ρευμάτων της κάθε εποχής. Έτσι, κατανοώ απόλυτα όσους είναι παιδιά των 90's και προτιμούν τους Radiohead μέχρι το "OK Computer", άντε το πολύ μέχρι το "Kid A". Έκτοτε, φαινομενικά καθίστανται ψυχροί. Απογυμνώνουν τις συνθέσεις από τη ζεστασιά της κιθάρας, πειραματιζόμενοι με φόρμες ηλεκτρονικής μουσικής της εκάστοτε εποχής. Από την άλλη όμως, ίσως και επειδή τα 00's να είναι και η δεκαετία που ανδρώθηκα μουσικά, πάντα έβρισκα πως πίσω από τα θεωρητικά απόμακρα και στεγνά κομμάτια, υπήρχε τόσο συναίσθημα που σπάνια έβρισκες αλλού στα κυκλώματα της ηλεκτρονικής μουσικής. Λατρεύω δηλαδή τους Radiohead από το "Kid A" και έπειτα. Και αυτή η διευκρίνιση είναι σημαντική, από τη στιγμή που το "The King of Limbs" είναι καταδικασμένο να διχάσει.

Για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρος πως ο όγδοος δίσκος τους θα είναι ένα ακόμη αριστούργημα στην καριέρα τους, από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του αυτήν την τόσο υπέροχη φετινή ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Δε με έχουν απογοητεύσει και ποτέ. Δεν κυκλοφόρησαν ποτέ δίσκο χωρίς να έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Κάθε κυκλοφορία τους συνιστά και ένα statement. Ακούγοντας το εναρκτήριο κομμάτι του άλμπουμ, το 'Bloom', γίνεται αντιληπτό ότι το μουσικό αισθητήριο των Radiohead αντιλαμβάνεται σωστά το κλίμα της εποχής. Εκεί που η ηλεκτρονική μουσική συναντά το ουσιώδες dubstep, εκεί ακριβώς βρίσκονται τα θεμέλια του "The King of Limbs". Flying Lotus. Το μπάσο σου λοβοτομεί τον εγκέφαλο, και όσο ρέει ο δίσκος τόσο αφήνει τη θέση του σε πιο minimal καταστάσεις, με αποκορύφωμα το 'Give Up The Ghost', το οποίο, κάτω από το ambient-οειδές πέπλο του, είναι ξεκάθαρα folk rock τραγουδοποιία. Το "The King of Limbs" είναι ένας δίσκος που απαιτεί την προσοχή σου. Σε κάθε δίσκο τους οι Radiohead γίνονται ολοένα και πιο τελειομανείς. Καμία νότα, κανένα απολύτως σημείο στο δίσκο δε φαντάζει περιττό. Όλα είναι ακριβώς εκεί που πρέπει. Είναι γεγονός πως οι δίσκοι των Radiohead από τα 00's και μετά, δύσκολα σε κερδίζουν με την πρώτη ακρόαση, όπως το έκαναν στα 90's. Στα χρόνια όμως που όλα έχουν τη μορφή της μιας χρήσης, αυτό δεν είναι διόλου ασήμαντο. Κάθε φορά που θα ακούς το 'The King of Limbs' θα έχεις και ένα διαφορετικό αγαπημένο κομμάτι. Πρώτα ήταν το 'Little By Little' που σε καθηλώνει κιόλας από την εισαγωγή του. Στη συνέχεια ήταν το 'Morning Mr Magpie', ίσως το πιο εθιστικό του δίσκου, με την οργασμική, εκτροχιασμένη κορύφωση προς το τέλος. Μετά ακολούθησε το 'Feral', με το τρομακτικό μπάσο να επισκιάζει τα πάντα. Η μπαλάντα του δίσκου, το 'Codex', αν σε πετύχει στην ιδανική στιγμή είναι ικανή να σε ξεκάνει. Το 'Lotus Flower' θα το λατρέψεις μόνο και μόνο παρακολουθώντας τον αλλοπρόσαλλο χορό του Thom Yorke στο βίντεό του. Δεν υπάρχει κάποια σύνθεση που να υστερεί από τις υπόλοιπες. Τίθεται βέβαια το θέμα γιατί να δαπανήσεις τόσα χρήματα για να παραγγείλεις ένα δίσκο με 8 tracks, που διαρκεί 35 λεπτά. Συμφωνώ μεν με όποιον εκφράζει αυτήν την αντίθεση, αλλά από την άλλη όλα είναι θέμα πρωτίστως ποιότητας. Η ποσότητα ακολουθεί. Και από τη στιγμή που η ποιότητα είναι για ακόμη μία φορά εδώ, τα μετριάζει όλα.

Τελικά, για να πω την αλήθεια περίμενα σίγουρα έναν πάρα πολύ καλό δίσκο, στα υψηλά standards των Radiohead, αλλά δεν περίμενα κάτι που θα με ενθουσιάσει τόσο πολύ. Ίσως να σχετίζεται με τη λατρεία που τρέφω για τις τάσεις της ηλεκτρονικής μουσικής τα τελευταία χρόνια. Θα καταλάβω όποιον δεν ενθουσιαστεί για τους λόγους που ανέφερα στην αρχή. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με τον καλύτερο δίσκο των Radiohead από το "Amnesiac". Αυτό είναι το δεδομένο αυτήν τη στιγμή. Το ποια θέση θα πάρει δίπλα στα υπόλοιπα αριστουργήματα, θα το δείξει ο χρόνος και μόνο. Αυτό που πλέον κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει, είναι ότι οι Radiohead είναι με διαφορά η πιο σημαντική μπάντα της τελευταίας 15ετίας. Και αν θες την άποψή μου, ίσως και η καλύτερη...

Τι να είχε άραγε ο Yorke στο μυαλό του όταν κούναγε τους γοφούς του στο 'Lotus Flower; Σίγουρα πάντως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, καμία από τις επιληπτικές κινήσεις του δε μοιάζει περιττή. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το "The King of Limbs"...

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

"We are The Arcade Fire, check it out on google..."



"Hi, we are called The Arcade Fire. Thank you very much. Check it out on google. [...] And just, we wanna thank all the British bands over the years that just completely changed our lives. From New Order to David Bowie, to The Clash, Culture Club... like... every 80's...and Depeche and just... The Smiths... Every band that basically made us wanna play music."

Είναι η εβδομάδα τους. Οπότε και το blog κινείται στους ρυθμούς τους.
Αν τα βραβεία Grammy φαντάζουν σήμερα μια φορά lame θεσμός, τότε τα Brit Awards φαντάζουν δέκα. Παρ'όλα αυτά, μόλις δύο βράδια μετά τη μεγάλη τους νίκη στον 53α Grammy, οι Arcade Fire σαν τυφώνας σάρωσαν και στα 31α Brits. Best International Album και Best International Group. Η παρουσία και μόνο των Καναδών προσθέτει αίγλη και αξιοπιστία στους παρηκμασμένους αυτούς θεσμούς. Η ομιλία του Win Butler μετά την απονομή για το καλύτερο διεθνές άλμπουμ είναι απλά αληθινή. Γιατί εν τέλει, it's all about the music...

Και ξανά μανά το 'Ready To Start':

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Η νύχτα που κέρδισε η μουσική

Οκ, μπορεί ποτέ να μην πήρα στα σοβαρά των θεσμό των Grammy. Κάθε χρόνο προσθέτονται όλα και περισσότερα βραβεία, μόνο και μόνο για να αυξηθεί η τηλεθέαση, και το glamorous κίτς του hollywood να έχει περισσότερο χρόνο για να απλωθεί και επιβληθεί. Άλλωστε είναι μια γιορτή της ποπ κουλτούρας όπως έχει διαμορφωθεί αυτή τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, με την ολοκληρωτική κυριαρχία του εύκολου, κακόγουστου και αλαζονικού, που ισοπεδώνει ο,τιδήποτε διαφορετικό βρει στο πέρασμά του. Γι'αυτό και ασφαλώς δεν ξενύχτησα χθες βράδυ για να δω απλώς δυο με τρείς εμφανίσεις συγκροτημάτων που θα με ενδιέφεραν, υποστόμενος τις "κακουχίες" του υπόλοιπου προγράμματος. Ξυπνώντας όμως σήμερα το πρωί, και όντας έτοιμος να κράξω ο,τιδήποτε έχει να κάνει με αγάπες, σοκολατάκια σε σχήμα καρδούλας και ρομαντική κομεντί με την Jennifer Aniston, έμαθα ότι οι Arcade Fire κέρδισαν το Grammy του άλμπουμ της χρονιάς για το "Suburbs". Με το που το έμαθα ασφαλώς και χάρηκα, αλλά δεν ένιωσα φυσικά να αλλάζει και η κοσμοθεωρία μου ή έστω η διάθεσή μου. Έτσι, αποφάσισα να δω και τα βιντεάκια από τη χθεσινή βραδιά. Και ομολογώ ότι συγκινήθηκα όσο ελάχιστες φορές τον τελευταίο (δεν ξέρω και εγώ πόσον) καιρό. Δεν είναι κάτι που μπορώ να το εξηγήσω με τη λογική. Και προφανώς και καταλαβαίνω αυτούς που οι Arcade Fire τους φαίνονται αδιάφοροι μη μπορώντας να κατανοήσουν το hype που έχουν αποκτήσει. Εγώ όμως έχω δεθεί μαζί τους από την πρώτη μου γνωριμία το 2007, ακούγοντας τις πρώτες νότες του 'Intervention'. Στη συνέχεια πήγα πίσω στο "Funeral" για να συνειδητοποιήσω πως αυτή η σχέση θα διαρκούσε για χρόνια. Και με το "Suburbs" πέρυσι, απλά οι Arcade Fire έγιναν η μπάντα που έχει καθορίσει τα νεανικά μου χρόνια. Τη θεωρώ τη μπάντα της γενιάς μου. Το έχω ξαναπεί. Άρα αισθάνομαι ότι ένα κομμάτι της νίκης τους αυτής ανήκει και σε εμένα. Είναι η νίκη του μη επιτηδευμένου, του αληθινού, και του αθώου απέναντι σε ο,τιδήποτε τα επιβουλεύεται. Τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Και ακόμα και τα ξενοδοχεία Hilton και οι αερογραμμές Delta φαντάζουν απλώς σαν την απέλπιδα προσπάθεια του κιτς να ανακτήσει τα ηνία. Αλλά ό,τι και να έκανε, η προσπάθεια ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Γιατί η νύχτα ανήκε στους Arcade Fire και σε όσους αγαπούν τη μουσική. Έτσι, ο Win Butler συνόψισε αυτή τη νίκη μέσα σε μια τόσο απλή, αλλά τόσο καταπληκτική πρόταση: "we're gonna go play another song because we like music". Δεν καταλαβαίνεις τι λέω; Ε τότε απλά δες το παρακάτω βίντεο...

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Μία ακόμη κυκλοφορία της Mexican Summer

Beaches - Eternal Sphere EP

7/10

Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο διάστημα ασχολούμαι τόσο με τον κατάλογο της Mexican Summer, που θα νομίσει κανείς ότι έχω μυστικές συναλλαγές με τη νέα αγαπημένη εταιρεία στο χώρο του surf/shoegaze/lo-fi. Η αλήθεια είναι ότι απλά τυγχάνει αυτήν τη στιγμή οι κυκλοφορίες της να με εκφράζουν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο label. Λίγη παραμόρφωση στον ήχο, λίγο καλοκαιρινό feeling, λίγο τα κορίτσια στα φωνητικά, και ιδού η συνταγή της επιτυχίας. Οι Beaches λοιπόν είναι από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας, και πέρυσι κυκλοφόρησαν ένα 20λεπτο EP. Αποτελούνται από 5 κοπέλες με προϋπηρεσία σε διάφορες garage/psychedelic μπάντες του νησιού, και αυτό που παίζουν είναι μία μίξη ψυχεδέλειας των 70's και πρώιμου shoegaze, τότε που αυτό τεμνόταν με το post punk. Δεν πρωτοτυπούν, ούτε πρόκειται να σου αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ο ήχος που έχουν δημιουργήσει είναι ιδανικός για αυτό που κάνουν και σε καθηλώνει. Δείχνει ότι απολαμβάνουν αυτό που κάνουν. Τα φωνητικά φέρνουν από Sonic Youth και Kim Gordon, μέχρι stoner μπάντες στυλ Acid King. Το EP είναι πολύ καλό, και προτείνεται ανεπιφύλακτα και σαφέστατα σε όσους έχουν διαβάσει μέχρι αυτό το σημείο του κειμένου. Η μόνη μου σοβαρή ένσταση είναι ότι αν ακούσεις κάπου κάποιο κομμάτι τους σε ανύποπτο χρόνο, πολύ δύσκολα θα αναγνωρίσεις ότι πρόκειται για τις Beaches. Και αυτό γιατί πολύ απλά υπάρχουν δεκάδες μπάντες εκεί έξω που παίζουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αλλά τουλάχιστον οι Beaches κάνουν καλά αυτό που κάνουν, και θα σου κρατήσουν το ενδιαφέρον για κάμποσες ακροάσεις. Οπότε αρκούμαστε σε αυτό, και θα περιμένουμε full length κυκλοφορία για να κρίνουμε και εκ του ασφαλούς.


Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Καλοκαίρι 2011: μετρώντας αντίστροφα τις μέρες

Dum Dum Girls - He Gets Me High EP

7,5/10

Γενικά είμαι άνθρωπος που λατρεύει το χειμώνα. Θέλω κρύο, μεγάλη νύχτα, συννεφιά, μουντάδα, παλτά, ζεστούς καφέδες... Σίγουρα πάντως κάθε καλοκαίρι υπάρχουν στιγμές που νοσταλγώ το χειμώνα. Άλλωστε και το όνομα του blog το φανερώνει αυτό, μιας και η ζωή στην πόλη είναι περισσότερο συνυφασμένη με το χειμώνα. Φέτος όμως εδώ και καιρό θέλω να έρθει το καλοκαίρι όσο τίποτε άλλο. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Σαν την προσμονή μικρού παιδιού. Ατέλειωτο καλοκαίρι σε κάποια παραλία της Δυτικής Ακτής φάση. Ειδικά τον τελευταίο καιρό έχω πάθει εθισμό με οποιαδήποτε surf/indie/lo-fi μπάντα με γυναικεία φωνητικά κυκλοφορεί εκεί έξω. Τόσο που σκέφτομαι να μετονομάσω το blog σε "Απόλυτο Καλοκαιρινό Soundtrack". Σοβαρά. Οι Dum Dum Girls από το LA, λοιπόν, είναι μία από αυτές τις μπάντες, και με πετυχαίνουν στην ιδανική κατάσταση για να με κερδίσουν με το νέο EP τους. Η αλήθεια είναι ότι το ντεμπούτο που κυκλοφόρησαν πέρυσι δε μου έκανε και καμία τρομερή εντύπωση. Υπήρχαν δύο-τρία πολύ καλά κομμάτια, αλλά γενικά μου άφησε την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Σαν οι συνθέσεις να είναι εντελώς άναρχες, χωρίς όμως να είναι αυτός ο σκοπός τους. Έτσι, μετά από κάποιες ακροάσεις το άφησα να χαθεί στη λήθη του σκληρού δίσκου μου... Με το φετινό EP τους όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τέσσερις συνθέσεις, εκ των οποίων η μία είναι διασκευή στους Smiths. Τα τρία δικά τους κομμάτια είναι ολοκληρωμένα, και σίγουρα καλύτερα από κάθε κομμάτι του "I Will Be". Το μπάσο ηχεί σαν να έχει μόλις ξεθαφτεί από κάποια αμμουδιά του LA, και οι κιθάρες είναι τέρμα άνοιξη και surf. Το 'Wrong Feels Right' ξεχωρίζει για το ευφυέστατο drumming του, το 'He Gets Me High' eίναι μάλλον το καλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει οι Dum Dum Girls μέχρι στιγμής, και το 'Take Care of My Baby' είναι εξαιρετική ονειρώδης μπαλάντα στο ύφος του 'Rest of Our Lives' από το περσινό ντεμπούτο. Η διασκευή στο 'There Is a Light That Never Goes Out' των Smiths είναι κάτι παραπάνω από απλά συμπαθητική και τίμια, μιας και φέρνουν το κομμάτι στα μέτρα τους, και είναι ό,τι πρέπει για να το ακούσεις πριν βγεις για να διασκεδάσεις κάποιο ανοιξιάτικο βράδυ. Ίσως να φταίει ότι με βρήκε στην ιδανική συγκυρία, αλλά το "He Gets Me High" μπορεί να είναι EP, αλλά πρόκειται για μία από τις πιο ενδιαφέρουσες δουλειές που έχω ακούσει φέτος. Και μιας και διαβάζω ότι στο επόμενο άλμπουμ τους θα έχουν και μια επική μπαλάντα στο ύφος των Mazzy Star, μπαίνει από τώρα στις κυκλοφορίες που αναμένω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το προσεχές διάστημα...
Εν τέλει, το "He Gets Me High" είναι το ιδανικό soundtrack για την προσμονή του καλοκαιριού του 2011.


Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Bright Eyes Vs. Iron & Wine

Bright Eyes - The People's Key

5/10

Το "The People's Key" των Αμερικάνων Bright Eyes ήταν από τις κυκλοφορίες που περίμενα να ακούσω στο πρώτο μισό του 2011. Πάντα με απασχολούσαν οι folk-ίζουσες indie καταστάσεις, και οι Bright Eyes έχουν χαράξει αξιοθαύμαστη πορεία στο χώρο τα τελευταία 10 -και βάλε- χρόνια. Το "Cassadaga", τέσσερα χρόνια πριν, με είχε αφήσει απόλυτα ικανοποιημένο, και αν και πρόκειται για ένα σχήμα που ήδη έχει πίσω του πολλούς καλούς δίσκους για να ανατρέξεις αν θελήσεις να ασχοληθείς μαζί του, σίγουρα υπήρχαν προσδοκίες από το νέο δίσκο. Προσδοκίες οι οποίες τελικά δε δικαιώνονται. Γιατί ο Conor Oberst στην προσπάθειά του να κυκλοφορήσει ένα μεγαλειώδη δίσκο, χάνει την ουσία. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία κάνουν την εμφάνιση τους στο δίσκο, περισσότερο προς την 80's synthpop/new wave πλευρά. Κάτι που ίσως να φέρει στο προσκήνιο έναν (κακεντρεχή) παραλληλισμό με το "Suburbs" των Arcade Fire. Αλλού ίσως θυμίσουν μέχρι και Supergrass. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Bright Eyes πειραματίζονται με ηλεκτρονικά στοιχεία. Το βέβαιο είναι πάντως πως εδώ αυτά τα ηλεκτρονικά στοιχεία παρουσιάζονται ευνουχισμένα και εντελώς άνευρα. Σαν να γίνονται για κάποιον τελειομανή σκοπό του δημιουργού, και όχι επειδή ο ίδιος το νιώθει πραγματικά. Έπειτα, το concept του δίσκου κουράζει. Οι μονόλογοι που παρεμβάλλονται στη ροή του δίσκου δε δρουν ατμοσφαιρικά ή μυσταγωγικά, αλλά μάλλον προκαλούν χασμωδία. Κάποιες καλές ιδέες υπάρχουν διάσπαρτες εδώ κι εκεί, αλλά αναρωτιέσαι γιατί τελικά πρέπει να φτάσεις στο ένατο κομμάτι για να πεις: "ναι, αυτοί είναι οι Bright Eyes που θέλουμε". Γιατί η αληθινή μελαγχολία του 'Ladder Song' σου υπενθυμίζει το λόγο που αγάπησες τους Bright Eyes και που θα συνεχίσεις να ασχολείσαι μαζί τους και με το είδος. Συνοψίζοντας, το "The People's Key" μπορεί να μην είναι συνθετικά κακό, αλλά είναι απελπιστικά μέτριο, και κυρίως άψυχο. Αποκτούν άλλη μια ευκαιρία λόγω πρότερου έντιμου βίου, αλλά δε θα στοιχημάτιζα κιόλας ότι θα την αξιοποιήσουν...

Αλλού την περίμενα όμως την ψυχή, και από αλλού μου φανερώθηκε.

Iron & Wine - Kiss Each Other Clean

8/10

Η αλήθεια είναι ότι η περίπτωση του Samuel Beam ποτέ δε μου κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Πάντα τον σεβόμουν ως καλλιτέχνη, και άνετα μπορούσα να ακούσω τις δουλειές του όποτε ήθελα να χαλαρώσω. Απλά τελικά το αποτέλεσμα της μουσικής του ήταν πολύ ακαδημαϊκό, με την έννοια του ότι θα ταίριαζε περισσότερο σε βολεμένους 40άρηδες που πλέον αναζητούν να ακούσουν κάτι δίπλα από το τζάκι, που θα τους κάνει να νοσταλγήσουν τα νεανικά τους χρόνια. Ως εκ τούτου, το "Kiss Each Other Clean" δεν ήταν ο δίσκος που περίμενα πως και πως να ακούσω μέσα στη χρονιά. Ίσως και να μην τον άκουγα καν. Έτυχε όμως, ελλείψει άλλων νέων κυκλοφοριών, και αναζητώντας κάτι για να παίζει ως χαλί ενόσω θα διαβάζω για την εξεταστική, να βρει το δρόμο προς τα αυτιά μου. Και από τις πρώτες νότες του 'Walking Far From Home', εθίστηκα και μπήκα αμέσως στην ατμόσφαιρα του δίσκου. Και κομμάτι με το κομμάτι άρχισα να βυθίζομαι ακόμα περισσότερο και να μ'αρέσει. Αρκετά funky σε σημεία, αλλά και καθηλωτική folk σε άλλα. Το 'Your Fake Name Is Good Enough For Me' προκαλεί απανωτές ανατριχίλες, και μπορώ να πω με βεβαιότητα πως πρόκειται για αν όχι το καλύτερο, σίγουρα για το πιο ψυχωμένο κομμάτι που έχει ηχογραφήσει ο Beam κάτω από το όνομα Iron & Wine. Γιατί αυτή είναι εν τέλει και η ιδιοποιός διαφορά του "Kiss Each Other Clean" από τις προηγούμενες κυκλοφορίες του γεννειοφόρου τραγουδοποιού. Έχει ψυχή και μια εσωτερική ένταση. Νομίζω πως ο στίχος "while the lion and the lamb kept fucking in the back road" στο 'Big Burned Hand' είναι χαρακτηριστικός αυτής της έντασης. Δεν ξέρω αν σύμφωνα με τα "ακαδημαϊκά" κριτήρια είναι ο καλύτερος Iron & Wine δίσκος, αλλά για τα δικά μου κριτήρια είναι, και με διαφορά...

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

What a mess a little time makes to us when time and place collide...

Οι Kills είναι από τις αδυναμίες μου των 00's. Ίσως επειδή με εξιτάρουν τόσο οι κοπέλες που ροκάρουν με το δικό τους τρόπο. Που έχουν δικό τους στυλ και άποψη. Που είναι αντράκια, χωρίς όμως να χάνουν τη θηλυκότητά τους. Που βασικά απλά τις θαυμάζεις και λες πως πλεόν θέλεις ακριβώς μια τέτοια, και ότι δεν πρόκειται να κάνεις υποχωρήσεις μέχρι να τη βρείς. Και η Alison Mosshart είναι ο ορισμός αυτής της γυναίκας.
Νέος δίσκος φέτος, τέταρτος, με τίτλο "Blood Pressures". Πρώτο κομμάτι το 'Satellite'. Ταξιδιάρικο, fuzzy, υπεράνω από κάθε προσδοκία.
Περιμένουμε το δίσκο, αλλά βασικά εγώ ξέρω ότι βρήκα το ιδανικό κομμάτι για να περάσω μαζί του αυτά τα δύσκολα και ατέλειωτα βράδια της εξεταστικής...

The Kills - Satellite by DominoRecordCo