Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Inni

Ανέκαθεν οι Sigur Ros ήταν ένα συγκρότημα με υψηλά standards. Αντιμετωπίζουν σοβαρά αυτό που κάνουν και επιθυμούν να μεταφέρουν στον ακροατή κάτι που να αξίζει πραγματικά τον κόπο του, που να έχει ουσία. Από το μακρινό 1997 και το "Von", δεν έχουν παραδώσει τίποτα πρόχειρο, που να σου δίνει την αίσθηση της ξεπέτας. Όλες οι κινήσεις τους είναι προσεγμένες, όχι όμως υπό την έννοια του υπερφορτωμένου και πλαστικού, αλλά προς τη μεριά της τέχνης. Έτσι λοιπόν, κάλεσαν τον Vincent Morriset, γνωστό από τη δουλειά του με τους Arcade Fire, για να βιντεοσκοπήσει τη συναυλία τους στο Alexandra Palace του Λονδίνου το 2008, με σκοπό την κυκλοφορία ενός live album. Το φιλμ τιτλοφορήθηκε "Inni" και έφτασε μέχρι τις Νύχτες Πρεμιέρας.

Όπως δήλωσε ο Morriset σε ερωτήσεις που του έγιναν μετά το τέλος της προβολής, είχε αποφασίσει ότι μετά τους Arcade Fire δε θα αναλάμβανε την κυκλοφορία άλλου μουσικού ντοκιμαντέρ, μιας και είναι μια αρκετά κουραστική δουλειά. Τελικά, αποφάσισε να αναλάβει την κυκλοφορία ενός ντοκιμαντέρ για τους Sigur Ros, καθότι πριν από τρία χρόνια φημολογούνταν ότι ίσως να μην έδιναν άλλη συναυλία. Και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δεν πρέπει να μετάνιωσε καθόλου την επιλογή του...

Το Inni δεν είναι απλώς ένα live documentary μιας μπάντας. Πηγαίνει το είδος ένα βήμα παραπέρα. Η εικόνα των Sigur Ros επί σκηνής είναι επαρκής από μόνη της για να σε καθηλώσει, ο Morriset όμως, όπως και το ίδιο το συγκρότημα, δεν αρκείται σε αυτό. Ασπρόμαυρο φόντο, απόκοσμα πλάνα και μινιμαλισμός, σε μια επιχείρηση οπτικοποίησης της μουσικής των Ισλανδών. Οι καπνοί μεταμορφώνονται σε σύννεφα και τα φώτα σε έναστρο ουρανό. Έχεις την αίσθηση ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε ήχος, θα αντιλαμβανόσουν τις μελωδίες που ντύνει η σκηνοθεσία του Morriset. Θα τις άκουγες. Οι εικόνες κυκλώνουν αρμονικά τους ήχους των Sigur Ros. Τέχνη μέσα στην τέχνη.

Η ένταση του Inni είναι τέτοια, που καθώς τελειώνει έχεις την αίσθηση ότι παρακολούθησες στην πραγματικότητα μια συναυλία των Sigur Ros. Ο Morriset ανέφερε ότι προτιμά να παρακολουθήσει ένα συγκρότημα live, παρά να δει ένα μουσικό ντοκιμαντέρ. Τόνισε ότι τα μουσικά ντοκιμαντέρ αποσκοπούν περισσότερο στο μέλλον, ως ντοκουμέντο του συγκροτήματος. Στην περίπτωση πάντως του Inni, δεν αποσκοπεί απλά το μέλλον. Είναι το μέλλον.


Sigur Ros - Festival (Live from Inni)

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Backyard


Πάει καιρός που έχω σταματήσει να ασχολούμαι με τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Βέβαια, θέλοντας και μη, μαθαίνω τις επικεφαλίδες του πολιτικού ρεπορτάζ της ημέρας, είναι όμως μια ενασχόληση η οποία μόνο αρνητικά συναισθήματα μπορεί να σου προκαλέσει. Είναι δύσκολο κάποιος να επιβιώσει χωρίς ενδόμυχα να πιστεύει ότι τα καλύτερα έπονται. Ακόμη και η διαδικασία της νοσταλγίας δε συνεπάγεται οριστική ρήξη με το μέλλον. Βαθειά μέσα σου, συνεχίζεις να πιστεύεις ότι κάποιος στόχος σου θα πραγματοποιηθεί, έστω και στο μακρινό μέλλον. Ελπίζεις ότι οι μικρές ευχάριστες εκπλήξεις που επιφυλάσσει η καθημερινότητα δεν έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Η κατάσταση στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες ολοένα και εκτροχιάζεται προς την εξαθλίωση. Και οικονομική και ηθική. Τη στιγμή που είσαι βέβαιος ότι έχουμε αγγίξει τον πάτο του βαρελιού, την επόμενη συνειδητοποιείς ότι ο πάτος λείπει. Είναι πραγματικά τραγικό και πέρα ως πέρα προκλητικό να αναγκάζεις νέους ανθρώπους να ζήσουν χωρίς την προοπτική κάποιου μέλλοντος. Ίδιες καταστάσεις βίωσαν πριν από μερικούς μήνες και οι Ισλανδοί, κάτι που αποτυπώνεται και σε ένα φιλμ για την ανεξάρτητη μουσική σκηνή της χώρας, με το λιτό τίτλο Backyard.

Βολοδέρνοντας στις Νύχτες Πρεμιέρας, βρισκόμουν σε δίλημμα για το αν θα παρευρεθώ στην προβολή του Backyard ή του Talihina Sky, ενός ντοκιμαντέρ για τη δημιουργία και την έως τώρα πορεία των Kings of Leon. Τελικά προτίμησα την πρώτη επιλογή, χωρίς να το μετανιώσω σε κανένα σημείο.

Το Backyard είναι απλό. Ο Arni των FM Belfast αποφασίζει να μαζέψει στην πίσω αυλή του σπιτιού του όλη την indie σκηνή του Reykjavik για να ηχογραφήσουν μια συναυλία, και ένας φίλος του του προτείνει να κινηματογραφήσουν το γεγονός. Στο Backyard δε θα δεις επαγγελματική κινηματογράφηση με ιδιοκτήτες δισκογραφικών να μιλάνε για την απήχηση των συγκροτημάτων στο κοινό. Τα ίδια τα συγκροτήματα μιλάνε για τον εαυτό τους, και τον κύριο λόγο έχει η μουσική. Από τους καταξιωμένους Mum μέχρι τους θορυβώδεις Reykjavik! και τους οικοδεσπότες FM Belfast, στα 70 λεπτά που διαρκεί το ντοκιμαντέρ θα συνειδητοποιήσεις γιατί όλα τα συγκροτήματα που παρελαύνουν μπροστά σου στην οθόνη αποτελούν σκηνή. Όχι επειδή είναι 5 μπάντες από την ίδια περιοχή που παίζουν hardcore punk, ούτε επειδή αποτελούν μια κλειστή κάστα που έχει τα δικά της στέκια στα οποία συχνάζει μόνο αυτή. Αποτελούν σκηνή επειδή έχουν το ίδιο ταπεραμέντο, επειδή δεν παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά και γιατί στο τέλος της μέρας θα καθήσουν όλοι μαζί μέσα σε κάποιο hot tub, κάνοντας πλάκες, χαμογελώντας και απολαμβάνοντας τη στιγμή.

Το σπιτικό πάρτυ που στήνεται μαζεύει αρκετό κόσμο και η οικειότητα που υπάρχει στην ατμόσφαιρα μεταδίδεται και σε εσένα, παράγοντας ένα κρεσέντο αισιοδοξίας. Λόγω ενός τεχνικού προβλήματος, η προβολή του ντοκιμαντέρ στις Νύχτες Πρεμιέρας προβλήθηκε με χαρακτηριστικά VHS, αλλά αυτό δε στάθηκε καθόλου εμπόδιο στη μετάδοση του μηνύματος του Backyard, καθότι ταίριαζε απόλυτα με τον DIY χαρακτήρα του. Η μουσική δε θα σου υποδείξει τρόπους ώστε να ξεπεραστεί η κρίση, μπορεί όμως να σου διδάξει τακτικές για να την αντιμετωπίσεις. Και κρίνοντας από την πανέμορφη εικόνα της εμφάνισης των FM Belfast με το 'Underwear' που κλείνει αυτό το live στην πίσω αυλή, μπορεί να το κάνει καλά.


FM Belfast - Underwear (Live from the Backyard)

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Drive


Κάθε γενιά θέλει τα είδωλά της και κάθε κοπέλα θέλει τον ιππότη της. Από τον Paul Newman μέχρι τον Brad Pitt, η 7η τέχνη ποτέ δε σταμάτησε να παράγει sex symbols. Κάπως έτσι συμβαίνει σήμερα και με τον Gosling. Η απήχηση που έχει στις indie κορασίδες ξεπερνά κάθε προηγούμενο, ενώ αρχίζει να διεισδύει και στο mainstream. Η βάση αυτής της αγάπης βρίσκεται χωρίς αμφιβολία στο Notebook, ενώ με το Blue Valentine εξελίχθηκε σε ώριμο έρωτα.

Γενικά είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε όλες αυτές τις μόδες. Δίνουν περισσότερη σημασία στο φαίνεσθαι παρά στην ουσία του ηθοποιού, στον πυρήνα της ερμηνευτικής του ικανότητας. Για να πω την αλήθεια δεν είχα ξετρελαθεί από την ερμηνεία του Gosling στο Notebook. Μου είχε περάσει μάλλον αδιάφορος. Με την ερμηνεία του στο Half Nelson τον συμπάθησα και κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα πραγματικό ταλέντο. Μετά ήρθε το Blue Valentine, στο οποίο τα σάρωσε όλα, εκτός από μια υποψηφιότητα για όσκαρ, το οποίο και δικαιούτο πέρα ως πέρα. Ερμηνεία ζωής, τόσο απλά. Και στη συνέχεια έρχεται το Drive στις Νύχτες Πρεμιέρας...

Οι κριτικές που απέσπασε το Drive ήταν μόνο διθυραμβικές, κάτι το οποίο δε μπορούσα σε καμία περίπτωση να αντιληφθώ παρακολουθώντας το trailer. Δεν έδειχνε κάτι το διαφορετικό, αλλά περισσότερο έμοιαζε με άλλο ένα regular b-movie με crime θεματολογία. Η αλήθεια όμως απέχει αρκετά από τα συμεράσματα που μπορεί να εξάγει κάποιος για την ταινία πριν τη δει. Η δικτατορία των trailer έχει δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων, όπου είτε έχεις δει ολόκληρη την ταινία από το trailer, είτε αυτό δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα επιλέγοντας να προβάλλει τις μοναδικές δύο με τρείς σκηνές που αξίζουν από την ταινία. Το Drive όμως χρησιμοποιεί τη γεμάτη στα κλισέ υπόθεση ως βάση για να αναδείξει κάτι μεγαλύτερο. Το ίδιο το σινεμά.

Δεν υπάρχει τίποτε εδώ που να μην έχει παρουσιαστεί ξανά. Αυτό που διαφέρει είναι ο τρόπος που αυτό παρουσιάζεται. Ο Nicolas Winding Refn έχει αποδείξει με την τριλογία του Pusher τις ικανότητές του να καθηλώνει, αλλά με το Drive δημιουργεί το αριστούργημά του. Καταρχάς, οι διάλογοι είναι περιορισμένοι. Η λακωνικότητα της ταινίας είναι to the point, με κάθε λέξη να πετυχαίνει το στόχο της και να χρησιμεύει στο ξετύλιγμα της πλοκής, τα σημαντικότερα όμως είναι αυτά που δε λέγονται. Ένα σίγουρο βλέμμα, μια επικίνδυνη κίνηση του σώματος, ένα απειλητικό σφίξιμο του χεριού, ένα στυλιζαρισμένο πλάνο... Ακόμη και το splatter που κυριαρχεί στο δεύτερο μισό της ταινίας συγκλονίζει. Όχι αλά Saw/Hostel, αλλά σαν χορογραφία. Είναι φτιαγμένο από τα αυθεντικά συστατικά αυτού που αποτελούμε τέχνη. Αποκορύφωμα όλων των παραπάνω είναι η σκηνή στο ασανσέρ. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα διαρκούσε κάποια δευτερόλεπτα και θα περνούσε απαρατήρητη ενώ ετοιμάζεσαι να πιάσεις άλλη μια χούφτα από ποπ κορν. Όχι όμως στο σινεμά του Refn. Μουσική, σκηνοθεσία, ερμηνεία, ο έρωτας και ο θάνατος, ο κινηματογράφος, όλα μπλέκουν τόσο αρμονικά σε μια σκηνή από τα highlights της χρονιάς, και ίσως και κάτι περισσότερο. Και φτάνουμε στον πυλώνα της ταινίας, τον Ryan Gosling.

Στην πορεία της καριέρας του ο Gosling κάπου σταμάτησε απλά να ερμηνεύει τους ρόλους του και άρχισε να τους μελετά, τόσο ώστε να μπαίνει μέσα σε αυτούς. Ο Gosling δεν ερμηνεύει τον Driver, ΕΙΝΑΙ ο Driver. Πουθενά στην ταινία δεν αναφέρεται το όνομα του ήρωα και δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Τα έντονα βλέμματα, οι βέβαιες κινήσεις και τα ματωμένα jacket κάνουν τέλεια τη δουλειά τους. Αν η μισή επιτυχία της ταινίας οφείλεται στον Refn, τότε η άλλη μισή ανήκει ξεκάθαρα στον Gosling. Είναι η χρονιά του και κανείς δε μπορεί να το αμφισβητήσει.

Τέλος, πρέπει να γίνει αναφορά στο άψογο soundtrack της ταινίας, γεμάτο από synthpop ύμνους με νοσταλγία των 80's, που δένουν υπέροχα με τη ρετρό αισθητική των τίτλων έναρξης και τέλους της ταινίας. Το Drive είναι μια ταινία που πρέπει να δεις, γιατί αποδεικνύει ότι το σινεμά μπορεί να είναι εμπειρία δίχως την περιττή πολυτέλεια του 3D.


Desire - Under Your Spell

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Expectations = Reality

Class Actress - Rapprocher

8/10

Κάποιοι από τους αγαπημένους μου στίχους στη μουσική βρίσκονται στο 'How Soon Is Now?' των Smiths, και πιο συγκεκριμένα το απόσπασμα "There's a club, if you'd like to go / You could meet somebody who really loves you / So you go, and you stand on your own / And you leave on your own / And you go home, and you cry / And you want to die". Τις περισσότερες φορές που βγαίνεις έξω για να διασκεδάσεις δε θα περάσεις καλά, ή για να είμαι ακριβής δε θα περάσεις τόσο καλά όσο περίμενες. Το θέμα έγκειται στο ότι συμβαίνει πολύ συχνά να δημιουργούμε πράγματα στο μυαλό μας πριν καν συμβούν, και έτσι γεννούνται οι προσδοκίες. Με αυτόν τον τρόπο δεν αφήνεις περιθώρια στο αναπάντεχο, που όταν όμως συμβεί και σε προσγειώσει στην πραγματικότητα, η προσγείωση αυτή δε θα είναι και τόσο ομαλή... Φέρε στο μυαλό σου την επίμαχη σκηνή από το (500) Days of Summer και θα καταλάβεις τι εννοώ. Τι θα γινόταν όμως αν ο Tom κέρδιζε τη Summer στην πραγματικότητα; Τι θα γινόταν αν οι προσδοκίες εναρμονίζονταν με την πραγματικότητα χωρίς να χρειαστεί να προσγειωθείς σε αυτή; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στο ντεμπούτο των Class Actress.

Οι Class Actress δημιουργήθηκαν όταν η Elizabeth Harper παράτησε τη solo καριέρα της ως folk rock τραγουδοποιός και ένωσε τις δυνάμεις της με δύο παραγωγούς, τον Scott Rosenthal και τον Mark Richardson, στρεφόμενη προς την ηλεκτρονική μουσική με πληθώρα από synths. Μετά την κυκλοφορία ενός αξιόλογου EP, φέτος κυκλοφορούν το ντεμπούτο άλμπουμ τος με τίτλο "Rapprocher". Ο δίσκος αποτιέι φόρο τιμής στη χορευτική μουσική των 80's, από τη Madonna μέχρι τους Depeche Mode και τη disco. Το σημαντικότερο προσόν για να ξεχωρίσεις σε αυτήν τη νέα μόδα που έχει ξεσπάσει με τα synths των 80's, είναι να διαθέτεις καλή αισθητική. Δεν είναι καθόλου δύσκολο το αποτέλεσμα να ακούγεται παλιομοδίτικο και "δεύτερο". Το καλό γούστο της Elizabeth Harper όμως δύσκολα αμφισβητείται. Το αντιλαμβάνεσαι καθώς βλέπεις φωτογραφίες της. Το "Rapprocher" διαθέτει 11 συνθέσεις άψογης ποπ, χωρίς καμία να υστερεί από τις υπόλοιπες. Το 'Weekend' ακούγεται ήδη αρκετά, δεν πρόκειται όμως σε καμία περίπτωση για ένα δίσκο που δίνει βάση σε κάποιο δυνατό single που θα τον τραβήξει. Απλούστατα, κάθε κομμάτι θα μπορούσε να γίνει single με μεγάλη επιτυχία. Παρά την ποπ φύση του, είναι ένας άκρως εθιστικός δίσκος που δεν αρκείται σε λίγες και καλές ακροάσεις με τη λογική της τσιχλόφουσκας. Υπάρχει ένα επίχρισμα dark αύρας στην προσέγγιση του trio, παράγοντας που κάνει ακόμη πιο συναρπαστικό και cool το τελικό αποτέλεσμα. Τραγούδια όπως το 'Prove Me Wrong' και 'Missed' (από τα πιο κολλητικά κομμάτια της χρονιάς) είναι το τέλειο παράδειγμα αυτής της κατεύθυνσης και αποδεικνύουν ότι η ποπ δεν είναι ντροπή. Κλείσιμο με το εύθραυστο και αιθέριο 'Let Me In' και πάμε πάλι από την αρχή. Δηλαδή υπάρχει και άλλη επιλογή;

Το "Rapprocher" είναι ένας δίσκος που ακούγεται δυνατά στο αστικό τοπίο πριν από τη βραδυνή σου έξοδο. Οι ήχοι του είναι οι ιδανικοί για να ντύσουν το ζωντανό κύτταρο της πόλης. Τα φώτα, τα γεμάτα bar, τους μεγάλους δρόμους, τις όμορφες κοπέλες... Σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα ευθυγραμμίζεται με τις προσδοκίες, οι Class Actress είναι το soundtrack της ζωής μας.

Weekend by Class Actress

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Θηλυκή ιδιοφυία

St. Vincent - Strange Mercy

9,5/10

Υπάρχει μια κατηγορία γυναικών που προσιδιάζει στην Charlie του High Fidelity. Κοπέλες γεμάτες αυτοπεποίθηση, αφήνοντας παράλληλα μια μικρή ψευδαίσθηση ντροπαλότητας να πλανάται στην ατμόσφαιρα, και αυθεντικές, ακριβώς επειδή δε μπορούν να είναι ο,τιδήποτε άλλο. Πολύ όμορφες, όχι τόσο ώστε να θεωρηθούν σύμβολα του σεξ, αλλά όσο χρειάζεται για να τις ερωτευτείς παράφορα Δίνουν την ιδέα σνομπ ατόμου, ανοίγονται όμως πολύ και εύκολα με τα λίγα άτομα που επιλέγουν να κάνουν παρέα. Έπειτα, έχουν συγκροτημένη άποψη για τα πάντα, όντας ισχυρογνώμονες και εμμένοντας σε αυτήν την άποψη μέχρι τέλους, χωρίς όμως ποτέ να πιστέψεις ή να σου περάσει από το μυαλό ότι κάνουν λάθος. Κάπως έτσι έχω στο μυαλό μου την εικόνα της Annie Clark στο Berklee College of Music όπου και σπούδασε. Εικόνα που δε διαφέρει και πολύ από τη θέση που κατέχει σήμερα στο μουσικό στερέωμα ως St. Vincent, διατηρώντας ένα ιδιαίτερο και προσωπικό στυλ, μακριά από τον πυρήνα της μουσικής βιομηχανίας και των κελευσμάτων της. Ως εκ τούτου, η ανοδική πορεία που σημειώνει τα τελευταία χρόνια οδήγησε την κυκλοφορία του τρίτου δίσκου της με τίτλο "Strange Mercy" να καταστεί ένα από τα μουσικά γεγονότα του 2011.

Αυτό που μου αρέσει στη St. Vincent είναι ότι ενώ είναι καταρτισμένη συνθέτρια με γνώσεις πάνω σε κλασικές μουσικές φόρμες, την αγαπαέι την κιθάρα και δεν το έχει σε τίποτα μέσα σε μια γαλήνια σύνθεση να σου σκάσει μια δυνατή κιθαριστική μελωδία ή ένα υπερηχητικό ηλεκτρονικό beat. Είναι ένα έξυπνο άτομο, και αυτό αποτυπώνεται στο "Strange Mercy".

Στα πρώτα δευτερόλεπτα του εναρκτήριου 'Chloe in the Afternoon' έχεις την εντύπωση ότι ακούς δίσκο της Bjork, μέχρι να κάνει την εμφάνισή του ο χαρακτηριστικός κιθαριστικός ήχος της St. Vincent και ένα πελώριο beat από πίσω που κορυφώνεται στο ρεφραίν. Το 'Cruel' είναι η κραυγή απόγνωσης μιας γυναίκας παγιδευμένης μέσα στη στερεοτυπική συζυγική ζωή, και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο μίζερο κοινωνικό ιστό. Η κιθάρα της St. Vincent στη μέση του κομματιού επιτυγχάνει να μετουσιώσει ιδανικά αυτήν την κραυγή σε νότες. Το ίδιο μοτίβο συνεχίζεται και στο 'Cheerleader', με έντονο στιχουργικό περιεχόμενο που εκτονώνεται στο αιθέριο, κολλητικό ρεφραίν. Το 'Surgeon' ήταν το πρώτο κομμάτι που διέρρευσε από το άλμπουμ, έπειτα από μια περιπετειώδη διαδικασία μέσω του Twitter, και αποτελεί δίχως αμφιβολία ένα από τα κορυφαία τραγούδια όχι μόνο του δίσκου, αλλά και της χρονιάς. Αρχίζει με μια χαλαρωτική μελωδία, με τη St. Vincent να τη σιγοντάρει με μια γλυκιά ερμηνεία, με την ένταση όμως να αυξάνει όσο προχωραέι η σύνθεση για να οδηγηθούμε στο κλείσιμο όπου επιχειρείται μια προσπάθεια τιθάσευσης του χάους. Αποστολή εξετελέσθη. Το 'Northern Lights' είναι σήμα κατατεθέν της πορείας της St. Vincent αυτήν τη στιγμή. Φωνητικά που τέμνονται μεταξύ γήινων και αιθέριων, απότομα σολαρίσματα της κιθάρας που εναλάσσονται με σύγχρονους ηλεκτρονικούς ήχους και ένα γλυκόπικρο στιχουργικό περιεχόμενο. Η προοδευτικότητα που διακατέχει το "Strange Mercy" φαίνεται και στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, μια σύγχρονη μπαλάντα με διακυμάνσεις στο ρυθμό και με τις πανέμορφες μελωδίες να σε συνεπαίρνουν ξανά. Το 'Neutered Fruit' κινείται σε mid tempo ρυθμούς, με στιβαρή μουσική επένδυση και με τις ταχύτητες να αυξάνουν προς το τέλος συνθέτοντας μια αίσθηση άγχους και ασφυξίας, για να έρθει η καθησυχαστική ερμηνεία της St. Vincent στο 'Champagne Year', δομημένο γύρω από τα φωνητικά της. Η πιο ήρεμη στιγμή του άλμπουμ, που όμως δε θέλει και πολύ για να σε στοιχειώσει. Ονειρικό το 'Dilettante' με κάποια απότομα κοψίματα του ρυθμού που σε αποτρέπουν από το να βαρεθείς. Η electro-jazz ατμόσφαιρα του 'Hysterical Strength' φανερώνει τις μουσικές καταβολές της Annie Clark, και έτσι φτάνουμε στο γκραν φινάλε με το 'Year of the Tiger'. Πειραματικό όσο χρειάζεται, απλό όσο πρέπει για να κολλήσεις μαζί του και με μια αύρα από την Άπω Ανατολή να σφραγίζει την τελειότερη στιγμή της St. Vincent.

Η St. Vincent διαθέτει ένα γνήσιο και αστείρευτο ταλέντο και τη σπάνια ικανότητα να μετουσιώνει τις ιδέες της σε νότες. Ακροβατεί διαρκώς μεταξύ του indie rock και διαφόρων άλλων πειραματισμών με synths, και όχι μόνο δεν έχει απωλέσει τη θηλυκότητά της, αλλά πλέον την έχει μετατρέψει σε αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητάς της. Η St. Vincent είναι η κοπέλα που δε γίνεται να μην ερωτευτείς και που εδώ καταξιώνεται ως μια κορυφαία σύγχρονη μουσική ιδιοφυία.



St. Vincent - Cruel