Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011
Μπαρούτι και ψυχή
Πόσες φορές τυχαίνει να ακούσεις μια μπάντα την ύπαρξη της οποίας δε γνώριζες μέχρι πρότινος, και να ανταποκρίνεται επακριβώς στα standards που θέτεις για τη μουσική; Σίγουρα όχι πάρα πολλές. Ειδικά από το σημείο που έχεις κατασταλλάξει σε αυτό που ψάχνεις, και έχεις ήδη πίσω σου αρκετά ακούσματα, ώστε πλέον σπάνια να ενθουσιάζεσαι όπως όταν άκουγες το "Nevermind" ή το "Unknown Pleasures" στα 15 σου και συγκλονιζόταν η μέχρι τότε κοσμοθεωρία σου. Τονίζω εξ αρχής λοιπόν ότι με το "Napa Asylum" των Αμερικανών Sic Alps δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός. Οι τύποι παίζουν μπαρουτοκαπνισμένο garage rock βγαλμένο από τα 60's, όπως θα το έβλεπε κάποιος που μεγάλωσε ακούγοντας θορυβώδες shoegaze και lo-fi στα 90's. Σημαντικό κομμάτι της πίτας του τελικού αποτελέσματος λοιπόν αποτελεί η παραγωγή. Πολύ απλά, ο ήχος τους είναι σεμιναριακού επιπέδου για αυτό που παίζουν. Από το πρώτο δευτερόλεπτο τα reverbs και οι θορυβώδεις παραμορφώσεις σε αιχμαλωτίζουν. Ακόμη και τα ακουστικά περάσματα είναι τόσο μα τόσο ηλεκτρισμένα. Νοιώθεις ότι αυτοί που παίζουν τη μουσική έχουν αληθινά όνειρα. Τα οποία όμως δεν πραγματοποιούνται πάντα. Και βαριούνται. Βαριούνται πολύ. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δε μπορούν να ονειρεύονται και να έχουν όραμα. Ίσως μάλιστα αυτός να είναι και ο λόγος που ονειρεύονται. Και έτσι, αυτές οι ανησυχίες βρίσκουν διέξοδο μέσω της μουσικής. Ακριβώς έτσι δε συνέβαινε στην προ 00's εποχή; Πριν γεμίσουμε από υπέροχες, καλογυαλισμένες, κρυστάλλινες παραγωγές, όπότε και οι μπάντες άρχισαν να αναζητούν το χρυσοφόρο χιτάκι που θα τους κάνει rockstars εν μια νυκτί; Οι Sic Alps λοιπόν δίνουν βάση στο δίσκο. 22 συνθέσεις που αποτελούν μια ολότητα. Θέτουν τους κανόνες τους και βγαίνουν κερδισμένοι. Γιατί μπορεί να μην πρωτοτυπούν, ούτε να είναι τέλειοι, αλλά γιατί πολύ απλά έχουν ψυχή.
Χρήματα δεν ξέρω αν θα τους δώσεις, την προσοχή σου όμως, πρέπει...
Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011
Hardcore will never die, but post rock will
Mogwai - Hardcore Will Never Die, But You Will
6/10
6/10
Ας το πούμε ξεκάθαρα: το post rock είναι σε τέλμα. Δεν έχει πλέον καμία σχέση με το φρέσκο ιδίωμα των αρχών του 00's, από τη στιγμή που κάθε μέρα έσκαγαν δεκάδες μπάντες που έπαιζαν ακριβώς το ίδιο χαρούμενο πράγμα, με τις απαραίτητες φυσικά δόσεις μελαγχολίας μέσω κάποιων προβλεπόμενων μέχρι αηδίας ξεσπασμάτων λίγο πριν το τέλος των συνθέσεων. Έχουμε φτάσει πια στο σημείο όπου οι αντιγραφείς αντιγράφουν τους αντιγραφείς. Οι Mogwai παρ'όλα αυτά είναι από τις πρωτοπόρες μπάντες του ιδιώματος, που παρά τον κορεσμό και την παρακμή του, κρατούσαν πάντα ένα υψηλό επίπεδο στις συνθέσεις τους. Ως εκ τούτου ο έβδομος δίσκος τους αναμενόταν, και αποτελεί στοίχημα. Τη στιγμή που το post rock για να αναπνεύσει πρέπει να βρει νέα μονοπάτια αναπροσαρμόζοντας τα όριά του, όπως για παράδειγμα ο εξαιρετικός περσινός δίσκος των 65daysofstatic, οι Mogwai εδώ τεστάρουν τις αντοχές του είδους. Και από αυτό το crash test δε βγαίνουν σώοι και αβλαβείς. Σίγουρα η ποιότητά τους δεν τους αφήνει να βουλιάξουν αύτανδροι. Καλά κομμάτια υπάρχουν. Για κάθε όμως 'Rano Pano' υπάρχει ένα 'White Noise', και για κάθε 'You're Lionel Ritchie' υπάρχει ένα 'How to Be a Werewolf'. Τα πρώτα υπενθυμίζουν γιατί οι Mogwai είναι ένα από τα κορυφαία ονόματα του χώρου. Τα δεύτερα απλά αποδεικνύουν πόσο ανούσιος τρόπος έκφρασης έχει καταστεί σήμερα το post rock. Ίσως αν δεν υπήρχε αυτή η υπερπροσφορά από κλώνους των Mogwai και των κάθε Mogwai, το "Hardcore Will Never Die, But You Will" να φάνταζε πιο ενδιαφέρον και να μην κούραζε τόσο να το ακούς ολόκληρο μετά από μερικές ακροάσεις. Η μουσική όμως είναι ένας χώρος αλληλόδρασης, και αν και οι Mogwai έχουν ισχυρές βάσεις στις δομές της μουσικής τους, πλέον δε μπορούν να σε συγκλονίσουν όπως το έκαναν πριν από 10 χρόνια. Τουλάχιστον όχι με τόση σαφήνεια και ένταση. Σίγουρα θα έχουν να υπερηφανεύονται για έναν από τους καλύτερους τίτλους δίσκων της χρονιάς. Δεν ξέρω όμως κατά πόσον αυτό τους είναι αρκετό...
Το 'Rano Pano' είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του album.
Το 'Rano Pano' είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του album.
Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011
Ακολουθώντας τα κύματα
Το shoegaze/dream pop διάγει περίοδο εξαιρετικής φόρμας τον τελευταίο καιρό. Σίγουρα δεν πρόκειται να έχει τη μαζική επιτυχία που είχε εκεί στα late 80's/early 90's, αλλά σίγουρα υπάρχουν πλέον πολλές μπάντες εκεί έξω που θα αποζημιώσουν και με το παραπάνω τους απανταχού shoegazers, και οι Tamaryn είναι μία από αυτές. Τους ανακάλυψα τυχαία από τον κατάλογο της Mexican Summer, η οποία έχει εξελιχθεί σε αγαπημένη εταιρεία στο χώρο του surf/shoegaze/lo-fi. Πρόκειται λοιπόν για τη σύμπραξη της Νεοζηλανδής Tamaryn και του Rex John Shelverton των Καλιφορνέζων Bellavista, που σαν αποτέλεσμα είχε την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, "The Waves", πέρυσι το Σεπτέμβρη. Ονειρώδης pop με ξεκάθαρη λατρεία για μπάντες όπως οι Slowdive, ό,τι πρέπει για να την ακούς το χειμώνα, νοσταλγώντας το περασμένο καλοκαίρι ή αναμένοντας το επόμενο. Το ομότιτλο κομμάτι με τη μεθυστική μπασογραμμή που ανοίγει το δίσκο είναι μοναδικά τέλειο, από τα καλύτερα που έχουμε ακούσει από αυτήν τη φάση με την αναβίωση του shoegaze. Η δυάδα των 'Cascades' και 'Mild Confusion' που κλείνει το δίσκο αποδεικνύει πως οι Tamaryn δεν είναι μια ακόμη μπάντα που απλά ακολουθεί τη μόδα της εποχής στους lo-fi ήχους, αλλά έχει πραγματικά δυνατότητες για να καθιερωθεί στο είδος, αλλά και στο να το καθιερώσει. Αν το είχα ακούσει στην ώρα του, ίσως και να είχε βρει θέση στη λίστα μου με τα καλύτερα της χρονιάς. Τίποτα περισσότερο. Όσοι αγαπάτε αυτούς τους ήχους και δεν έχετε τσεκάρει τους Tamaryn, έχετε ψηθεί ήδη από το εξώφυλλο. Απλά αφήστε τα κύματα να σας παρασύρουν...
Tamaryn - The Waves by Zyio
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Ο έρωτας στα χρόνια της surf pop αναβίωσης...
Ένα ερωτευμένο ζευγάρι από το Denver αποφασίζει να κάνει ένα ιστιοπλοϊκό ταξίδι στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ, και κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού συνθέτει τους ήχους που θα αποτελέσουν το soundtrack του. Τι παραπάνω μπορείς να πεις για το "Cape Dory" των Tennis; Η Alaina Moore και ο Patrick Riley είναι μέσα στα μέλια, και αυτό φαίνεται. Καθώς τα κομμάτια του δίσκου γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, έχουν έντονη παραστατικότητα και μπορούν να λειτουργήσουν ως φωτογραφίες στιγμιοτύπων από την κρουαζιέρα. Ανέμελη όσο δεν πάει surf pop με lo-fi διαθέσεις, που ακούγοντάς τη νιώθεις την άμμο μέσα στα παπούτσια σου, τον αλμυρό θαλασσινό αέρα να σου χτυπάει το πρόσωπο, και ακούς τους ήχους από τα θαλασσοπούλια που πετούν πάνω από το κεφάλι σου. Οι Tennis δεν έχουν τη διαχρονικότητα των Beach House, ούτε την αυθεντική 60's αθωότητα των Best Coast. Έχουν όμως την άγνοια κινδύνου και την ανεμελιά του έρωτα σε κάποια ηλιόλουστη ακτή των ΗΠΑ. Και μου αρέσει που αυτή η φάση με τη surf pop/rock αναβίωση στο αμερικάνικο indie rock δεν είναι μια απλή μόδα χωρίς ουσία. Έχει έρθει εδώ για να μείνει, και με δίσκους όπως το "Cape Dory" φαίνεται ότι θα μας απασχολήσει αρκετά ακόμα. Οι Tennis αποτελούν ήδη το απόλυτο soundtrack για το καλοκαίρι του 2011, και με φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά στο να μετακομίσω σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος της California. Και ωραία όλα τα άλλα, αλλά αυτό είναι τελικά το ζητούμενο από αυτό το είδος...
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011
Post-dubstep και με τη βούλα.
Ο 21χρονος Λονδρέζος James Blake απέκτησε τρομερό hype με τα δύο EP που κυκλοφόρησε πέρυσι. Η αλήθεια είναι πως ήταν μεν καλά, αλλά σίγουρα δεν προμήνυαν πως θα είναι ο καλλιτέχνης που θα κάνει πράξη την καραμέλα του post-dubstep. Ο δίσκος που επίκειται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2011 ήταν μεν από αυτούς που περίμενα να ακούσω μέσα στη χρονιά, αλλά όχι με τόση αγωνία ώστε να περιμένω κάτι καινούριο και ρηξικέλευθο. Και ο Blake με διαψεύδει. Απογυμνώνει τις συνθέσεις από υπερφορτωμένα ψυχρά ηλεκτρονικά στοιχεία, και φέρνει στο προσκήνιο τη φωνή του. Διπλές ή ακόμα και τριπλές γραμμές φωνητικών, που δημιουργούν έναν όμορφο παραλληλισμό με τα πρόσωπα σε διαφορετικές διαστάσεις του εξωφύλλου. Τα ηλεκτρονικά στοιχεία χρησιμοποιούνται μόνο εκεί που πρέπει, και προσδίδουν στο δίσκο μια αξιοπρόσεκτη αρμονία. Γίνεται έτσι σαφής. Για παράδειγμα, το κλείσιμο του 'I Never Learnt To Share' δε θα ήταν τόσο επικό αν χρησιμοποιούνταν από την αρχή τα συνήθη dubstep beats. Όλα είναι εκεί που πρέπει. Το πιάνο του Blake σιγοντάρει τις συνθέσεις, και πολλές φορές έρχεται και στο προσκήνιο. Έτσι, ο δίσκος γίνεται πολύ πιο οικείος, σε αντίθεση με τα απόμακρα βιομηχανικά πρότυπα του είδους. Σίγουρα δεν είναι ένας εύπεπτος δίσκος. Και σίγουρα δεν έχει τόσο μεγάλη διασκεδαστική αξία ώστε να κολλήσεις μαζί του. Είναι όμως ένας δίσκος που θα σου κρατήσει συντροφιά τις πιο μοναχικές στιγμές του χρόνου. Θα πάρει ένα συγκεκριμένο, αλλά ποιοτικό αριθμό ακροάσεων. Και αυτό δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο...
Ακούγοντας το ντεμπούτο του James Blake λοιπόν, καταλαβαίνει κανείς ότι για να δημιουργήσεις το post-dubstep δε γίνεται να το κάνεις βασιζόμενος σε όσα γνωρίζεις για το ήδη υπάρχον dubstep. Ο Blake χαράζει το δρόμο, δημιουργώντας κάτι που έχει την προσωπική του ταυτότητα και ηχεί σαν φουτουριστική soul. Και σε κάθε περίπτωση, το ντεμπούτο του έχει την ίδια δυναμική για το κίνημα του post-dubstep, όση είχε το "Untrue" του Burial για τα dubstep κυκλώματα.
Η διασκευή στο 'Limit To Your Love' της Feist είναι συγκλονιστική.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)